- Κερκυραία
- Κερκυραί̱ᾱ , ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessalyfem nom/voc/acc dualΚερκυραί̱ᾱ , ΚέρκυραBMus.Cat.Coins Thessalyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHAEACIA — in sula maris Ionii Epiro adiacens, quae et Corcyra. Populi Phaeaces, otio olim, luxuique dediti; unde Phaeacem pro homine bene curato, ventrique et gulae addicto usurpat Horat. Ep. 15. l. 1. ad Valam. v. 24. Pinguis ut inde domum possim,… … Hofmann J. Lexicon universale
Κερκυραίος — α, ο (ΑΜ Κερκυραῑος, αῑα, ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, υρος) [Κέρκυρα] ο κάτοικος τής Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν αρχ. φρ. «Κερκυραία μάστιξ» φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες … Dictionary of Greek
Βλαχοπούλου, Ρένα — (Κέρκυρα 1920 –). Ηθοποιός και τραγουδίστρια. Η πιο αγαπημένη Κερκυραία του εγχώριου σινεμά και του θεάτρου ήταν ήδη φτασμένη τραγουδίστρια όταν μπήκε στον κινηματογράφο, που την καθιέρωσε ως την εκρηκτική και γεμάτη διάθεση για ζωή Ρένα της… … Dictionary of Greek
Γιαννοπούλου-Μινώτου, Μαριέττα — (Ζάκυνθος1903 – Αθήνα 1962). Ποιήτρια και πεζογράφος. Εκτός από τα ποιήματά της και τις ιστορικές και λαογραφικές εργασίες της, η Γ. εξέδωσε μία μονογραφία με τίτλο Ισαβέλλα Θεοτόκη, η μεγάλη εμπνεύστρια, στην οποία συγκέντρωσε ενδιαφέρον υλικό… … Dictionary of Greek